- προσκατασπάσαντας
- προσκατασπά̱σαντας , προσκατασπάωdraw down besidesaor part act masc acc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκατασπώ — άω, Α 1. (κυρίως για πλοίο) σύρω προς τα κάτω, από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («ναῡς προσκατασπάσαντας αὑτοῑς ἀποστεῑλαι», Πολ.) 2. παθ. προσκατασπῶμαι, άομαι (για εμετό) εξάγομαι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατασπῶ «σύρω προς τα … Dictionary of Greek